- προκοπή
- η, ΝΜΑ [προκόπτω]1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.)2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί)υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν έκανε»νεοελλ.1. φιλοπονία, εργατικότητα2. ευτυχία, καλοτυχία3. (για φυτό) απόδοση, καρποφορία («το αμπέλι φέτος δεν είχε προκοπή)4. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»(ως κατάρα) να μην αποκτήσεις ποτέ αυτό που θέλεις, να μην προοδεύσεις ποτέ5. παροιμ. «η προκοπή νικά τη φτώχεια» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που αγαπά την εργασία δεν μένει φτωχόςαρχ.1. η προς τα εμπρός κίνηση, η προχώρηση2. ηθική πρόοδος3. πνευματική πρόοδος («προκοπὴ ἐν φιλοσοφίᾳ», Διόδ.)4. βελτίωση τής υγείας5. επιτυχία σε επιχειρήσεις («δόξα καὶ προκοπὴ παρά τισιν ὑπάρξει», Αριστέ.)6. (σε στράτευμα) προαγωγή7. η πάροδος, το πέρασμα τού χρόνου («κατὰ προκοπήν» — με το πέρασμα τού χρόνου, Σώρ.)8. αριθμητική πρόοδος, το να αυξάνεται κάτι βαθμιαία.
Dictionary of Greek. 2013.